Ένα σοβαρό περιστατικό πετρελαϊκής ρύπανσης θα επέφερε ολέθριες επιπτώσεις για δεκαετίες στην τουριστική βιομηχανία της Κρήτης, σύμφωνα με τη νέα μελέτη του WWF Ελλάς.
Λόγω του μεγέθους του τουριστικού εισοδήματος της Κρήτης και του Ιονίου, ένα σοβαρό περιστατικό διαρροής/ρύπανσης μόνο στην Κρήτη θα μπορούσε να προκαλέσει ζημιά που αγγίζει τα 2,2 δισ. ευρώ, ενώ ένα αντίστοιχο περιστατικό στο Ιόνιο, ζημιά της τάξης των 1,78 δισ. ευρώ σε ορίζοντα 25 ετών, επισημαίνεται στη μελέτη.
Παράλληλα, τονίζεται ότι σχεδόν 45.000 θέσεις εργασίας που συνδέονται άμεσα και έμμεσα με τον τουρισμό θα χάνονταν από ένα σοβαρό περιστατικό διαρροής/ρύπανσης στην Κρήτη και σχεδόν 25.000 θέσεις εργασίας από ένα αντίστοιχο περιστατικό στο Ιόνιο.
Ακόμα και αν δεν συμβεί σημαντικό περιστατικό διαρροής, η αρνητική επίπτωση για την οικονομία ανέρχεται σε 0,8 – 1,3 δισ. ευρώ σε μία περίοδο 25 ετών.
Οι απώλειες στον κλάδο της αλιείας που είναι ιδιαίτερα ευάλωτος από τη ρύπανση των θαλάσσιων οικοσυστημάτων, θα μπορούσαν να φτάσουν τα 180 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με την ίδια μελέτη.
Το WWF Ελλάς έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα τη νέα οικονομοτεχνική μελέτη, με τίτλο «Το πραγματικό κόστος του πετρελαίου», μέσω της οποίας παρουσιάζονται και αναλύονται για πρώτη φορά ολοκληρωμένα στοιχεία γύρω από τις εξορύξεις υδρογονανθράκων (πετρελαίου και φυσικού αερίου) που σχεδιάζονται να πραγματοποιηθούν στην Ελλάδα, καθώς και πληροφορίες για τις επιπτώσεις που θα έχουν στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Η μελέτη συντάχθηκε για λογαριασμό της οργάνωσης από τη συμβουλευτική εταιρία eftec, μία από τις κορυφαίες συμβουλευτικές εταιρείες σε θέματα οικονομικών του περιβάλλοντος στην Αγγλία.
Κεντρικός σκοπός της μελέτης είναι να αξιολογήσει τις επιπτώσεις ενός σοβαρού ατυχήματος στον ελλαδικό χώρο (Κρήτη, Ιόνιο, Ήπειρος, Πελοπόννησος, Δυτική Ελλάδα, Αν. Μακεδονία – Θράκη, Κ. Μακεδονία) και να υπολογίσει το σωρευτικό κόστος, αλλά και τις ειδικότερες επιπτώσεις ενός τέτοιου ατυχήματος σε νευραλγικούς για την εθνική οικονομία τομείς, όπως είναι ο τουρισμός, η αλιεία, αλλά και η ευρύτερη αγορά εργασίας.
Τονίζοντας ότι τέτοιου είδους «ατυχήματα» δεν αποτελούν μακρινή υπόθεση, αλλά πραγματικό ρίσκο, ιδιαίτερα σε τόσο μεγάλης έκτασης έργα, όπως αυτά που σχεδιάζονται να γίνουν στην Ελλάδα, η μελέτη αξιολογεί τέσσερα διαφορετικά σενάρια, υπολογίζοντας: i) το οικονομικό κόστος από την επιχειρησιακή (τακτική) ρύπανση, ii) το κόστος που συνδέεται με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από την εξόρυξη (εμπορία ρύπων), iii) το κόστος από ένα σοβαρό περιστατικό πετρελαϊκής ρύπανσης σε τουρισμό και αλιεία και iv) το κόστος καθαρισμού και αποκατάστασης θαλάσσιων και παράκτιων οικοσυστημάτων.
Σε κάθε σενάριο υπολογίζονται με αναλυτικό τρόπο, οι απώλειες, αλλά και το σωρευτικό κόστος της ζημιάς που θα προκληθεί σε καθεμία από τις παραπάνω περιοχές, τόσο σε ετήσια βάση, όσο και σε βάθος 25ετίας, δεδομένου ότι οι συμβάσεις παραχώρησης των οικοπέδων προς τις εταιρείες για έρευνα και εξόρυξη στη χώρα μας έχουν 25ετή διάρκεια.
ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΧΑΜΕΝΟΙ
Όπως είναι αναμενόμενο, ο τουριστικός κλάδος υφίσταται τη μεγαλύτερη οικονομική ζημιά (της τάξης των 5 δισ. ευρώ), ενώ σημαντικές απώλειες αναμένονται και στον τομέα της αλιείας (κατά μέσο όρο 17% μείωση εισοδήματος για τρία χρόνια σε περίπτωση ατυχήματος), με τις τοπικές κοινωνίες εν τέλει να πληρώνουν το μεγαλύτερο τίμημα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πέραν των επιπτώσεων σε τουρισμό και αλιεία, ελλείψει διαθέσιμων στοιχείων, στη μελέτη δεν συνυπολογίζεται το κόστος της ζημιάς σε άλλες οικοσυστημικές υπηρεσίες που επηρεάζονται άμεσα από ένα περιστατικό ρύπανσης (π.χ. παροχή φυσικών προϊόντων, πνευματικά και ψυχολογικά οφέλη από σχετιζόμενες με τη θάλασσα δραστηριότητες, κτλ.).
O Δημήτρης Ιμπραήμ, υπεύθυνος εκστρατείας του WWF Ελλάς ενάντια στους υδρογονάνθρακες στην Ελλάδα σχολιάζει: «Η κυβέρνηση και το πετρελαϊκό λόμπι έχουν χτίσει ένα αφήγημα που αναφέρεται σε μυθικά κέρδη και οφέλη, χωρίς να έχουν το παραμικρό στοιχείο για να το τεκμηριώσουν. Στηρίζουν τη ρητορική τους σε εκτιμήσεις, υποθέσεις, και ανεπιβεβαίωτες θεωρίες του παρελθόντος, αποκρύπτουν τον κίνδυνο και μιλούν για ανάπτυξη και έξοδο από την οικονομική ύφεση, τη στιγμή που το μέλλον μας απειλείται από μία πρωτόγνωρη για τη χώρα περιβαλλοντική απειλή που μπορεί κυριολεκτικά να καταστρέψει τις τοπικές κοινωνίες και την εθνική οικονομία».
Με δεδομένα την ανοιχτή θάλασσα, τα μεγάλα θαλάσσια βάθη και την τεράστια ακτογραμμή των περιοχών που έχουν παραχωρηθεί, σε συνδυασμό με την τουριστική τους αξία, το παραμικρό λάθος ή αστοχία μπορεί να αποβεί καταστροφικό για τις τοπικές κοινωνίες και την εθνική οικονομία. Τις ανησυχίες αυτές εντείνει η υπονόμευση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και η συστηματική απουσία ουσιαστικής διαβούλευσης κατά την αδειοδοτική διαδικασία. Η μακρά εμπειρία από περιστατικά πετρελαϊκής ρύπανσης έχει δείξει ότι οι τοπικές κοινωνίες δεν ανακάμπτουν για δεκαετίες, ενώ μόλις ένα ποσοστό που σπάνια ξεπερνά το 10% της διαρροής ανακτάται. Το υπόλοιπο συνεχίζει να ρυπαίνει και να βλάπτει την περιοχή και μαζί την τουριστική της φήμη, τονίζει το WWF Ελλάς.
«Η θαλάσσια περιοχή του Ιονίου και της Κρήτης, η Ήπειρος, η Δυτική Ελλάδα και η Πελοπόννησος, είναι ευαίσθητα οικοσυστήματα παγκόσμιας σπουδαιότητας που φιλοξενούν σπάνια και απειλούμενα είδη. Είναι περιοχή με τεράστια ιστορία και πολιτισμό. Και είναι πόλος έλξης για δεκάδες εκατομμύρια τουρίστες από όλον τον κόσμο κάθε χρόνο. Δεν είναι οικόπεδα προς παραχώρηση για εκμετάλλευση από την πετρελαϊκή βιομηχανία. Ούτε στους χειρότερους εφιάλτες μας δεν θα σκεφτόμασταν πλατφόρμες εξόρυξης πετρελαίου δίπλα στην Κέρκυρα, την Κεφαλονιά και τα Χανιά, τον Κόλπο του Λαγανά, τον Κυπαρισσιακό και τον Αμβρακικό κόλπο, τα Ζαγοροχώρια και το φαράγγι του Βίκου», πρόσθεσε ο Δημήτρης Ιμπραήμ.
Το WWF Ελλάς καλεί την ελληνική κυβέρνηση να εγκαταλείψει οριστικά το πρόγραμμα εξόρυξης υδρογονανθράκων στη χώρα μας. Παράλληλα, καλεί όλους τους πολίτες να ενημερωθούν για το θέμα και να ενώσουν τις δυνάμεις τους με το WWF, διεκδικώντας ένα μέλλον χωρίς εξορύξεις στην ιστοσελίδα https://support.wwf.gr/action/say-no-to-oil.