Μεγάλη μείωση του πληθυσμού στην Ελλάδα, που φτάνει και το μισό εκατομμύριο, εκτιμάται ότι θα δείξει η απογραφή που θα διεξαχθεί σε λίγους μήνες. Ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται συνεχώς μετά το 2010 και η απογραφή θα το επιβεβαιώσει, σύμφωνα με ερευνητικό πρόγραμμα που χρηματοδοτείται από το ΕΛ.Ι.Δ.Ε.Κ., καθώς πιθανότατα οι μόνιμοι κάτοικοι της χώρας μας, στο τέλος του 2021, θα είναι κατά 450.000-500.000 λιγότεροι από αυτούς που απεγράφησαν τον Μάιο του 2011 (υπό την προϋπόθεση ότι η κάλυψη του πληθυσμού στις δύο αυτές απογραφές δεν θα διαφοροποιείται σημαντικά).
Σε αναμονή των αποτελεσμάτων της απογραφής, η έρευνα, αξιοποιώντας τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για την εννεαετή αυτή περίοδο (εκτιμήσεις για τον πληθυσμό, δεδομένα ληξιαρχείων για τις γεννήσεις και τους θανάτους), θα περιοριστεί στην περίοδο 2011-2020, στη διάρκεια της οποίας η μείωση ανέρχεται σε περίπου 400.000.
Την περίοδο 1/1/2011-1/1/2020, με βάση τις εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ, ο μόνιμος πληθυσμός της χώρας μας μειώθηκε κατά 3,7% (-405.000 άτομα).
Οι τάσεις όμως σε περιφερειακό επίπεδο είναι μεικτές. Η πλειοψηφία των Νομών (39/51) είχε απώλειες και μια μειοψηφία μόνο (12/51) είχε κάποια κέρδη. Αν εξετάσουμε, μάλιστα, την ίδια περίοδο, τα ποσοστά μεταβολής και όχι τα απόλυτα μεγέθη, θα διαπιστώσουμε ότι, μόνο τέσσερις νομοί είχαν μια σημαντική αύξηση του πληθυσμού τους (>+6%, Δωδεκάνησα, Χίος, Λέσβος, Σάμος), ενώ οκτώ είχαν μια πολύ ήπια (<+3%).
Στον αντίποδα, ανάμεσα στους 39 νομούς που έχουν απώλειες το 1/5 (8) είχαν σημαντικά αρνητικά ποσοστά μεταβολής (υψηλοτέρα του – 7%). Οι νομοί με σημαντικά κέρδη είναι νησιά που «φιλοξενούν» κέντρα υποδοχής προσφύγων, ενώ αυτοί με σημαντικές απώλειες βρίσκονται όλοι στην ηπειρωτική ορεινή Ελλάδα (>+3%).
Εν τω μεταξύ, το ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων σε εθνικό επίπεδο είναι αρνητικό την τελευταία εννεαετή περίοδο, αγγίζοντας τις 223.000. Ελάχιστοι Νομοί διαφοροποιούνται, έχοντας περισσότερες γεννήσεις από θανάτους όπως: τα Δωδεκάνησα, οι Κυκλάδες, η Ξάνθη, τα Χανιά, το Ηράκλειο και το Ρέθυμνο, το θετικό φυσικό ισοζύγιο των οποίων συσσωρευτικά δεν υπερβαίνει τα 12.000 άτομα.
Από τους έξι αυτούς Νομούς με θετικά Φυσικά Ισοζύγια (Φ.Ι. +), μόνο τέσσερις (Δωδεκάνησα, Ρέθυμνο, Χανιά και Ηράκλειο) είχαν αύξηση του πληθυσμού τους, ενώ στις Κυκλάδες και την Ξάνθη ο πληθυσμός μειώθηκε ελαφρώς, εξαιτίας των αρνητικών μεταναστευτικών τους ισοζυγίων (περισσότεροι έξοδοι από εισόδους).
Τα υψηλοτέρα αρνητικά Φ.Ι. σε απόλυτες τιμές καταγράφονται στην Αττική (σχεδόν -40 χιλ.), στο Νομό Σερρών (σχεδόν -15 χιλ.) και στους Νομούς Φθιώτιδας, Μεσσηνίας, Αιτωλοακαρνανίας, Καρδίτσας, Ηλείας, Τρικάλων, Ευβοίας, Καβάλας, Έβρου, Πέλλας και Μαγνησίας (-8 έως – 6 χιλ.), συμβάλλοντας, αν και σε διαφοροποιημένο βαθμό, στη μείωση του πληθυσμού τους.
Η μη ταύτιση των εχόντων θετική μεταβολή πληθυσμού Νομών, με αυτούς που έχουν θετικά Φυσικά Ισοζύγια (χαρακτηριστικό παράδειγμα η Χίος, που με 1.100 περισσοτέρους θανάτους από γεννήσεις είχε αύξηση του πληθυσμού κατά 6.000 χιλιάδες), όπως και το γεγονός ότι, ενώ 6 στους 51 νομούς είχαν θετικά Φ.Ι., οι διπλάσιοι (12) είχαν αύξηση του πληθυσμού τους, αποδεικνύει ότι ένα τμήμα μόνο των καταγραφόντων μεταβολών – θετικών ή αρνητικών – του πληθυσμού στην εξεταζόμενη περίοδο οφείλεται στη φυσική κίνηση.
Τα μεταναστευτικά ισοζύγια (είσοδοι-έξοδοι) υπεισέρχονται και παίζουν συχνά καθοριστικό ρόλο. Τα ισοζύγια αυτά σε εθνικό επίπεδο δίδουν μεν σχεδόν 185.000 περισσότερες εξόδους από εισόδους (είναι δηλαδή αρνητικά), αλλά στην πλειοψηφία των Νομών (32/51) είναι θετικά. Είναι προφανές ότι όπου τόσο το Φ.Ι. όσο και το Μ.Ι. είναι αρνητικά, προστιθέμενα, οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερες μειώσεις του πληθυσμού. Αντιθέτως, όταν τα Μ.Ι. είναι θετικά α) είτε υπερτερούν των αρνητικών Φ.Ι και οδηγούν σε αύξηση του πληθυσμού, είτε β) υπολείπονται των Φ.Ι. και, στην περίπτωση αυτή, οι μειώσεις είναι μικρότερες.
Ταξινομώντας τους Νομούς με βάση τρία κριτήρια, τη μεταβολή του πληθυσμού, τα Φυσικά τους (Φ.Ι) και τα Μεταναστευτικά τους Ισοζύγια (Μ.Ι), προκύπτει μια πιο σύνθετη εικόνα.
Διαπιστώνεται ότι το 1/3 των Νομών (17, όλοι στην ηπειρωτική χώρα με εξαίρεση το Λασίθι) έχουν ταυτόχρονα αρνητικά Μ.Ι. και Φ.Ι. (και προφανώς και απώλειες στον πληθυσμό τους). Στον αντίποδα, μόνο τέσσερις Νομοί (τρεις στην Κρήτη και Δωδεκάνησα) έχουν θετικά Μ.Ι. και Φ.Ι. (και προφανώς αύξηση του πληθυσμού τους).
Οι υπόλοιποι 30 νομοί εντάσσονται σε κάποια από τις άλλες τρεις ενδιάμεσες ομάδες. Η πρώτη συμπεριλαμβάνει μόνο δύο νομούς, την Ξάνθη και τις Κυκλάδες, που αν και έχουν περισσότερες γεννήσεις από θανάτους (Φ.Ι. +) χάνουν πληθυσμό, καθώς οι έξοδοι είναι περισσότερες από τις εισόδους (Μ.Ι. -). Στη δεύτερη ομάδα εντάσσονται 20 νομοί – όλοι στην ηπειρωτική Ελλάδα – όπου αν και τα μεταναστευτικά τους ισοζυγία είναι θετικά, δεν επαρκούν να καλύψουν τις απώλειες των αρνητικών Φυσικών τους Ισοζυγίων, με αποτέλεσμα να έχουν μείωση του πληθυσμού τους.
Η τελευταία ομάδα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς στους 8 Νομούς που την αποτελούν (Βοιωτίας, Θεσπρωτίας, Λέσβου, Πιερίας, Σάμου, Φωκίδος, Χαλκιδικής και Χίου), το ισοζύγιο είσοδοι-έξοδοι είναι θετικό σε τέτοιο βαθμό (Μ.Ι .++) που υπερκαλύπτουν τις απώλειες που προκαλούν τα αρνητικά Φ.Ι (περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις), με αποτέλεσμα να έχουν και αυτοί, όπως οι τρεις νομοί της Κρήτης και τα Δωδεκάνησα, αύξηση του πληθυσμού τους.
Από την ανάλυση αυτή προκύπτει ότι, κάτω από τους μέσους εθνικούς όρους κρύβονται σημαντικές διαφοροποιήσεις, καθώς οι όποιες μεταβολές του πληθυσμού ανάμεσα στο 2011 και το 2021 σε χαμηλότερα διοικητικά επίπεδα (Νομοί), αφενός μεν διαφοροποιούνται αυτών της χώρας, αφετέρου δε απορρέουν συχνά από το διαφοροποιημένο «παίγνιο» των δύο ισοζυγίων (Φ.Ι. & Μ.Ι.) που τις προσδιορίζουν.
Η «ελκυστικότητα» των Νομών, όπως αποτυπώνεται στα Μεταναστευτικά τους Ισοζύγια, διαφοροποιείται σημαντικά, όπως διαφοροποιείται εξίσου σημαντικά και το αποτέλεσμα της «ζυγαριάς» γεννήσεις-θάνατοι. Η ζυγαριά αυτή (Φ.Ι.) επηρεάζεται κυρίως από την κατανομή του πληθυσμού κάθε νομού ανά ηλικία (δηλ. το ποσοστό των 65 ετών και άνω και το ποσοστό των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας), καθώς οι διαφορές ανάμεσα στους νομούς, τόσο της θνησιμότητας (μέσος όρος ζωής), όσο και της γονιμότητας (μέσος αριθμός παιδιών/γυναίκα) είναι πολύ μικρές, συγκρινόμενες με αυτές των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών.