Ακόμη μία χρονιά-ρεκόρ αναμένεται να αποτελέσει το 2019 για τον ελληνικό τουρισμό καθώς, όπως όλα δείχνουν, τα έσοδα θα ξεπεράσουν τα 18 δισ. ευρώ, από 16,1 δισ. ευρώ έναν χρόνο πριν, ενώ και οι αφίξεις θα υπερβούν τα 31 εκατ. τουρίστες, από 30,1 εκατ. πέρυσι (δεν υπολογίζεται η κρουαζιέρα), σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής στοιχεία.
Εφόσον επιβεβαιωθούν τα στοιχεία αυτά, θα πρόκειται για μία εξέλιξη που θα διαψεύδει εκτιμήσεις τουριστικών και μη παραγόντων που είχαν διατυπωθεί στην αρχή του έτους με αναφορές του τύπου «ό,τι ανεβαίνει, κατεβαίνει», «χρονιά γεμάτη προκλήσεις», «πτώση λοιπόν» κ.λπ., εκτιμήσεις που υπολόγιζαν την έντονη επάνοδο στο «παιχνίδι» των ανταγωνιστικών στην Ελλάδα αγορών, όπως της Τουρκίας και της Αιγύπτου, αλλά και των προβλημάτων που σχετίζονται με το Brexit και αργότερα, τον περασμένο Σεπτέμβριο, με την πτώχευση της Thomas Cook.
Σημειώνεται ότι στο δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2019 οι αφίξεις ανήλθαν σε 29,727 εκατ. τουρίστες, έναντι 28,680 εκατ. τουριστών το αντίστοιχο περσινό διάστημα, και οι εισπράξεις στα 17,53 δισ. ευρώ, έναντι 15,49 δισ. ευρώ στο δεκάμηνο του 2018.
Ο ξενοδοχειακός τομέας
Τα νέα ρεκόρ, ωστόσο, δεν τα καρπώθηκε στο σύνολό τους ο ξενοδοχειακός τομέας, δεδομένου ότι ένα σημαντικό μέρος των εισπράξεων που αφορούν τη διαμονή -περίπου το 12% εξ αυτών, σύμφωνα με σχετική μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ- απορροφήθηκε από την οικονομία διαμοιρασμού. Παράλληλα, ένα τμήμα των αφίξεων κατευθύνθηκε σε καταλύματα τύπου Airbnb, με αποτέλεσμα σε ορισμένες περιοχές, όπως π.χ. στην Αθήνα, να καταγράφεται στασιμότητα στην πληρότητα των μονάδων.
Από την άποψη αυτή οι Έλληνες ξενοδόχοι έχουν δίκιο όταν, αναφερόμενοι στα αποτελέσματα των επιχειρήσεων, εμφανίζονται προβληματισμένοι, συνυπολογίζοντας τόσο την υπερφορολόγηση όσο και τον αθέμιτο ανταγωνισμό που υφίστανται από τις επιχειρήσεις βραχυχρόνιας μίσθωσης. Επίσης, οι επιτυχίες του 2019 δεν ήταν ανάλογες με αυτές άλλων ανταγωνιστικών χωρών, όπως π.χ. της Τουρκίας (έσπασε το φράγμα των 40 εκατ. τουριστών) ή της Ισπανίας, ενώ θεωρείται πως δύσκολα θα επαναληφθούν και το 2020 αν σταδιακά δεν αλλάξει το μίγμα της τουριστικής πολιτικής και δεν εμπλουτισθεί το μοντέλο ανάπτυξης και με νέα προϊόντα.