Εκσυχρονισμό της διαχείρισης εναέριας κυκλοφορίας, έλεγχο των χρεώσεων των υπηρεσιών αεροδρομίου και αναβάθμιση της χωρητικότητας τερματικών σταθμών και διαδρόμων προσγείωσης, ώστε να υποστηριχθεί η περαιτέρω ανάπτυξη των αερομεταφορών στην Ελλάδα, ζητεί η ΙΑΤΑ (Διεθνής Ένωση Αερομεταφορών).
Σε μελέτη της, με τίτλο «Ελλάδα-Δείκτες Ανταγωνιστικότητας Ρυθμιστικού Πλαισίου Αερομεταφορών», σημειώνεται ότι από πλευράς πλήθους αεροπορικών συνδέσεων η Ελλάδα βρίσκεται στην όγδοη θέση στην Ευρώπη, με την αεροπορική συνδεσιμότητα να έχει αυξηθεί κατά 106% μεταξύ 2013 και 2018.
Η συμβολή των αερομεταφορών στην ελληνική οικονομία είναι, επίσης, σημαντική, καθώς ο κλάδος υποστηρίζει 457.000 θέσεις εργασίας, ενώ η συνεισφορά του υπολογίζεται στα 17,8 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 10,2% του συνολικού ελληνικού ΑΕΠ.
Η ΙΑΤΑ κάνει μία σειρά κρίσιμων προτάσεων στην Ελλάδα, ώστε οι αερομεταφορές να παραμείνουν σε τροχιά ανάπτυξης, δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερη αξία για την ελληνική οικονομία:
– Πρώτον, πρέπει να επιδιώξει τον εκσυγχρονισμό του εναέριου χώρου και των συστημάτων της, προκειμένου να βελτιωθεί η διαχείριση της εναέριας κυκλοφορίας και να μειωθούν οι καθυστερήσεις κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου. Μεταξύ 2015 και 2017 οι σχετικές επενδύσεις ήταν πρακτικά ανύπαρκτες, με αποτέλεσμα σήμερα το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού να βρίσκεται πολύ κάτω από το επίπεδο που έχει συμφωνηθεί στο σχετικό πλάνο απόδοσης. Επίσης, στα αεροδρόμια όπου παρατηρείται κυκλοφοριακή συμφόρηση χρειάζεται να προστεθεί ένας αριθμός ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας.
– Δεύτερον, πρέπει να προστατεύει τους επιβάτες και τις αεροπορικές εταιρείες από υπερβολικές χρεώσεις στις υπηρεσίες αεροδρομίου, ενισχύοντας την αρμοδιότητα της ρυθμιστικής Αρχής να διατηρεί τις χρεώσεις σε ευθεία συνάρτηση με το πραγματικό κόστος. Αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, δεδομένου ότι η ιδιωτικοποίηση των ελληνικών αεροδρομίων συνεχίζεται. Περιθώριο βελτίωσης υπάρχει, επίσης, και στη σχέση κόστους-αποδοτικότητας σε όλα τα αεροδρόμια της χώρας.
– Τρίτον, ανάπτυξη νέων υποδομών -τερματικοί σταθμοί και διάδρομοι προσγείωσης- θα πρέπει να συνεχιστεί σύμφωνα με τα υπάρχοντα σχέδια, ώστε να μπορεί να καλυφθεί μελλοντική αύξηση της ζήτησης από την πλευρά των επιβατών. Θα πρέπει, ακόμη, να υπάρχει αποτελεσματική διαβούλευση με τις αεροπορικές εταιρείες, τους βασικούς χρήστες των αεροδρομίων, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι υποδομές καλύπτουν επαρκώς τις ανάγκες τους και ότι το κόστος ανάπτυξης και λειτουργίας τους παραμένει προσιτό.
«Τα αποτελέσματα της μελέτης έρχονται να μας υπενθυμίσουν ότι η ύπαρξη αξιόπιστων αεροπορικών συνδέσεων συνεπάγεται πολλά οφέλη για την οικονομία και την κοινωνία. Οι αερομεταφορές δημιουργούν θέσεις εργασίας, διευκολύνουν τον τουρισμό, στηρίζουν το διεθνές εμπόριο και αποτελούν σημαντικό παράγοντα της ελληνικής οικονομίας. Με περισσότερους από 25 εκατομμύρια επιβάτες να αναχωρούν από τα ελληνικά αεροδρόμια κάθε χρόνο, υπάρχουν πολλοί λόγοι να είναι κανείς περήφανος για όσα έχει πετύχει ο κλάδος των αερομεταφορών στη χώρα. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα έχει μία μοναδική ευκαιρία να διασφαλίσει ότι ο κλάδος είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις προκλήσεις του μέλλοντος, εντείνοντας τις προσπάθειες για αύξηση της ανταγωνιστικότητας στον τομέα των αερομεταφορών. Η IATA είναι έτοιμη να προσφέρει εξειδικευμένες γνώσεις και διεθνή εμπειρία, ούτως ώστε να βοηθήσει την Ελλάδα να αποκομίσει τα μέγιστα από τον κλάδο των αερομεταφορών, προς όφελος του ελληνικού λαού και της οικονομίας της», δήλωσε ο Alexandre de Juniac, γενικός διευθυντής και διευθύνων σύμβουλος της IATA.